ωριόπαθος

ωριόπαθος
-η, -ο
βλ. ωραιόπαθος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωραιόπαθος — και ωριόπαθος, η, ο, Ν ωραιοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + πάθος (< πάθος), πρβλ. πολυ παθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”